- πλέμπα
- και χλέμπα και πλεμπάγια και χλεμπάγια, η, Ν(με σκωπτική σημ.) λαός, όχλος, λαουτζίκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλέμπα < ιταλ. plebe < λατ. plebs, plebis «όχλος», ενώ ο τ. πλεμπάγια < ιταλ. plebaglia. Οι τ. χλέμπα και χλεμπάγια έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση τού όχλος].
Dictionary of Greek. 2013.